ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΔΙΓΛΩΣΣΙΑΣ
Η χρήση πολλών διαφορετικών γλωσσών (πολυγλωσσία) εντός των διαφορετικών εθνικών κρατών, όπως επίσης και η συνύπαρξη διαφορετικών πολιτισμικών χαρακτηριστικών, είναι παγκόσμιο φαινόμενο.
Η βαθύτερη ανάγκη των ανθρώπων ως κοινωνικών όντων για επικοινωνία, τους οδηγεί στην εκμάθηση μίας δεύτερης γλώσσας ή και παραπάνω , στις περιπτώσεις της μετακίνησης σε ένα άλλο γλωσσικό-πολιτισμικό περιβάλλον, έτσι ώστε να ικανοποιηθούν οι καθημερινές, κοινωνικές, επαγγελματικές και ακαδημαϊκές ανάγκες.
Τι είναι το φαινόμενο της διγλωσσίας;
Όταν αναφερόμαστε στον όρο διγλωσσία μιλάμε για το φαινόμενο ,το οποίο χειριζόμαστε δύο γλώσσες τόσο όσον αφορά την αντιληπτική ικανότητα όσο για τη δεξιότητα εκφραστικής χρήσης αυτής. Στο φαινόμενο της διγλωσσίας γίνεται παράλληλα κατάκτηση και των δύο γλωσσών στα πρώτα χρόνια της ανάπτυξής του παιδιού (0-6 ετών).
Διγλωσσία και γλωσσική ανάπτυξη παιδιού.
Η εκμάθηση μίας γλώσσας πρόκειται για μία περίπλοκη διαδικασία ,η οποία αποτελείται από επιμέρους τομείς. Οι ακαδημαικοί Βloom και Lahey το 1978 προσπάθησαν να περιγράψουν τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η ανθρώπινη γλώσσα στη βάση 3 παραμέτρων ( δομή,περιεχόμενο,χρήση).
Τα παιδιά είναι σε θέση να κατακτήσουν κάθε γλώσσα ανεξάρτητα ή με παράλληλο τρόπο. Έχουν τη δυνατότητα να κατακτούν την πρώτη γλώσσα (μητρική) με γρήγορο ρυθμό, όμως εξίσου με τον ίδιο ρυθμό και τη δεύτερη γλώσσα, η οποία είναι η κυρίαρχη γλώσσα του κοινωνικού περιβάλλοντος που ζει το παιδί. Έχει παρατηρηθεί , ότι συνήθως η κατάκτηση της δεύτερης γλώσσας συμβαίνει κατά τη διάρκεια των 3 έως 4 ετών. Βεβαίως η πιο κατάλληλη ηλικία για να γίνει η κατάκτηση της δεύτερης γλώσσας είναι πριν την ηλικία των 3 ετών, κατά την οποία η αποθήκευση των γλωσσικών πληροφοριών έχει τεράστιο εύρος , γίνεται τυχαία και η διαδικαστική μνήμη ( ο γνωστικός τομέας της μνήμης , που είναι υπεύθυνος για την αποθήκευση καθημερινών συνηθειών , που κάνουμε με αυτόματο τρόπο) έχει τη δυνατότητα να τα αποθηκεύσει με μεγαλύτερη επάρκεια. Υπάρχουν αξιόλογες έρευνες οι οποίες υποστηρίζουν, ότι η μαθησιακή διαδικασία κατάκτησης μίας δεύτερης γλώσσας επηρεάζεται από τις συνθήκες κάτω από τις οποίες γίνεται η εκπαίδευσή της ,με το είδος της γλώσσας καθώς και με την ηθελημένη ή μη εμπλοκή που κάνει ο ομιλητής για να την κατακτήσει.
Διγλωσσία και γλωσσικές δυσκολίες.
Έχει φανεί πως δυσκολίες στην προσχολική ηλικία που σχετίζονται με καθυστέρηση λόγου καθώς και δυσκολίες στη γλωσσική έκφραση δεν προκαλούνται από τη συνθήκη της διγλωσσίας. Τα παραπάνω φαινόμενα έχουν υπόβαθρο νευροαναπτυξιακό ως αίτιο εμφάνισης. Αυτό πρακτικά σημαίνει ,πως ένα παιδί θα δυσκολευόταν στην ανάπτυξη του λόγου καθώς και θα εμφάνιζε μετέπειτα γλωσσικές δυσκολίες είτε ήταν δίγλωσσο είτε ήταν μονόγλωσσο (Σταυρακάκη,2008). Αξιόλογο ερευνητικό δεδομένο αποτελεί το γεγονός ότι κάθε γλώσσα διαθέτει συγκεκριμένους τομείς ,οι οποίοι συνδέονται με την εμφάνιση αναπτυξιακών γλωσσικών δυσκολιών (Paradis&CRAGO,2001). Κάτι τέτοιο σημαίνει, πως ένα μονόγλωσσο παιδί, ελληνόφωνο για παράδειγμα, και ένα δίγλωσσο παιδί που έχει σα δεύτερη γλώσσα τα ελληνικά, θα εμφανίσει στους ίδιους τομείς γλωσσική δυσκολία. Επίσης, υπάρχει και το φαινόμενο δίγλωσσα παιδιά να εμφανίζουν αλλιώτικες δυσκολίες σε άλλες γλώσσες ,καθώς η κάθε γλώσσα διαθέτει άλλες δομές , οι οποίες έχουν άμεση σχέση με την ύπαρξη αναπτυξιακών γλωσσικών διαταραχών. Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, έχει φανεί, πως ένα οικογενειακό και εκπαιδευτικό περιβάλλον, το οποίο είναι βοηθητικό και λειτουργικό επηρεάζει καθοριστικά ένα παιδί σε σχέση με τη γλωσσική του ανάπτυξη συμπορευόμενο με την ύπαρξη της διγλωσσίας, όπως επίσης, επηρεάζει θετικά και την ανάπτυξη όλου του φάσματος των γνωστικών λειτουργιών. Τα παιδιά από πολύ μικρή ηλικία είναι σε θέση να αναπτύξουν από μόνα τους δεξιότητες και να μπορούν να ξεχωρίζουν ποια γλώσσα ταιριάζει περισσότερο, για να χρησιμοποιήσουν ανάλογα με το θέμα που συζητείται, την κατάσταση, το περιβαλλοντικό πλαίσιο ακόμη και το άτομο στο οποίο απευθύνονται.
Λογοθεραπεία και διγλωσσία
Παλαιότερα εκφραζόταν η άποψη που έλεγε ότι οι γονείς πρέπει να σταματήσουν να μιλάνε στη μητρική τους γλώσσα στα παιδιά ,καθώς αυτό θα δημιουργούσε γλωσσικά και μαθησιακά προβλήματα μακροπρόθεσμα. Εν γένει, τέτοιες θέσεις έχουν αναθεωρηθεί και πλέον η ύπαρξη της διγλωσσίας από την επιστημονική κοινότητα αντιμετωπίζεται ως ένα επιδέξιο χαρακτηριστικό και όχι ως μία προβληματική συνθήκη. Από την άλλη, εάν ένα παιδί αντιμετωπίζει αναπτυξιακές δυσκολίες στο λόγο η επικράτηση της μίας γλώσσας (της κυρίαρχης του περιβάλλοντος) έναντι της άλλης δεν αποτελεί μία αποτελεσματική λύση. Οι πιο αξιόλογες με ικανοποιητικό αποτέλεσμα λογοθεραπευτικές παρεμβάσεις είναι αυτές που κατά βάση γίνονται συστηματικά και στις δύο γλώσσες με τις οποίες εξελίσσεται ένα παιδί, ανάλογα πάντα με τις ιδιαίτερες ανάγκες του.
Θοδωρής Μεγαλακάκης,
Λογοθεραπευτής